- δωροδόκει
- δωροδοκέωaccept as a presentpres imperat act 2nd sg (attic epic)δωροδοκέωaccept as a presentimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωροδοκεῖ — δωροδοκέω accept as a present pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) δωροδοκέω accept as a present pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαστής — ο (θηλ. δεκάστρια) (Μ δεκαστής) [δεκάζω] αυτός που δωροδοκεί δικαστή, μάρτυρα ή υπάλληλο … Dictionary of Greek
διαφθορέας — ο (AM διαφθορεύς) (Α και θηλ. διαφθορεύς, η) 1. αυτός που προκαλεί ηθική φθορά 2. όποιος δωροδοκεί, δωροδόκος 3. αυτός που βιάζει παρθένα ή παντρεμένη γυναίκα … Dictionary of Greek
δωροδοκία — Αξιόποινο αδίκημα που αναφέρεται σε διάφορες περιπτώσεις στον Π.Κ. Έτσι, τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, όταν αποκτά ή δέχεται δώρα ή άλλα ωφελήματα για να ενεργήσει ή να παραλείψει παράνομη ή νομική πράξη. Εκτός από τον… … Dictionary of Greek
δωροδόκος — ο (AM δωροδόκος, ον) αυτός που δωροδοκεί κάποιον αρχ. μσν. εκείνος που δωροδοκείται αρχ. ο δωρητής … Dictionary of Greek
καταχαριστικός — ή, ό (AM καταχαριστικός, ή, όν) [καταχαρίζομαι] νεοελλ. αυτός που παρέχεται σε κάποιον μεροληπτικά, χαριστικά, παράνομα μσν. αρχ. 1. αυτός που παρέχει πλούσια δώρα 2. αυτός που δωροδοκεί … Dictionary of Greek
δεκαστής — ο θηλ. ρια αυτός που δεκάζει, δωροδοκεί, εξαγοράζει συνειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)